κωμικός

κωμικός
Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν θεατρικό χώρο, δηλαδή στο θέατρο βαριετέ και επιθεώρησης, και στον κινηματογράφο. Προερχόμενος πιθανότατα από τον ελισαβετιανό fool και κατόπιν από τον κλόουν του ιπποδρομίου, ο κ. (που συχνά ταυτίζεται με τον αγγλικού και αμερικανικού τύπου comedian, ερμηνευτή παντομίμας και burlesque) είναι ο ηθοποιός του οποίου τη φυσιογνωμία και γενικά το παρουσιαστικό χαρακτηρίζει η κωμικότητα, δηλαδή η τέχνη να προκαλεί το γέλιο με μιμητικές κινήσεις, γελοιοποιήσεις χαρακτήρων, παρωδίες, τραγούδια και σκετς, στα οποία συχνά συμπράττει και άλλος. Εκτός από τα φυσικά προσόντα μεταδοτικότητας και αυτοσχεδιασμού καθώς και από την αίσθηση του χιούμορ, το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η αναζήτηση των κωμικών στοιχείων με τα οποία δημιουργεί έναν ορισμένο τύπο· επινοεί δικό του ντύσιμο και μακιγιάζ, μελετά πώς να περπατά στη σκηνή, να χειρονομεί, να μιλά και να δημιουργεί ποικίλες χαρακτηριστικές καταστάσεις. Στον βωβό κινηματογράφο, ο κ. αποτελούσε το επίκεντρο ενός ξεχωριστού είδους της κωμικής ταινίας μικρού μήκους, που συνετέλεσε στην καθιέρωση πολλών ηθοποιών, όπως οι Τσάρλι Τσάπλιν, Μαξ Λίντερ, Μπάστερ Κίτον κ.ά. Στην τελευταία περίοδο του βωβού κινηματογράφου, οι μεγάλοι κ. πέρασαν στις ταινίες μεγάλου μήκους, που απαιτούσαν ευρύτερη ερμηνευτική ικανότητα. Με την εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου, ορισμένοι κ. του θεάτρου εμφανίστηκαν στην οθόνη, ενώ κάποιοι κ. του βωβού εξαφανίστηκαν για πάντα. Το είδος πέρασε μια περίοδο κρίσης, γνώρισε όμως καινούργια άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (Τατί, Ντάνι Κέι, Τζέρι Λιούις κ.ά.). Το πλούσιο ρεπερτόριο του κ. ξεκινάει από την παρωδιακή μίμηση των Άγγλων impersonators (Μπέατρις Λίλι), των μίμων και των αυτοσχεδιαστών (Πετρολίνι, Μαλντατσέα) έως τη δεξιοτεχνία των μεταμορφιστών και των εκκεντρικών (Φρέγκολι, Λιτλ Τις)· από τη θορυβώδη και εκρηκτική φάρσα της τούρτας κατάμουτρα (Μπερτ Γουίλιαμς, Ρεντ Σκέλτον) στον κωμικό οίστρο των φαντεζίστ (Σεβαλιέ, Ντάνι Κέι), καταλήγοντας σε διάφορες υποδιαιρέσεις του βασικού είδους. Ενώ το θέατρο βαριετέ παραχωρεί στον κ. –που συχνά άλλωστε θεωρείται η βασική ατραξιόν– ένα μόνο από τα νούμερά του, το επιθεωρησιακό θέατρο του αφιερώνει τις μικρές αυλαίες – σύντομα ιντερμέδια μεταξύ δύο σκηνών της παράστασης. Στην επιθεώρηση με κεντρική υπόθεση, συχνά ολόκληρη η παράσταση διαρθρώνεται γύρω από τον ηθοποιό, για τον οποίο είναι κάποιες φορές ειδικά γραμμένη. Ο Αμερικανός κωμικός ηθοποιός Ντάνι Κέι. Οι κωμικοί ηθοποιοί Όλιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ, ο «Χοντρός» και ο «Λιγνός», από τις αντιπροσωπευτικότερες φυσιογνωμίες του αμερικανικού βωβού κινηματογράφου. Ο Αμερικανός κωμικός ηθοποιός και σκηνοθέτης του αμερικανικού βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κίτον.
* * *
-ή, -ό (AM κωμικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κωμωδία ή σε ποιητή που έχει γράψει κωμωδίες (α. «χορόν... κωμικόν», Αριστοτ.
β. «Παρμένοντος τοῡ κωμικοῡ ὑποκριτοῡ», Αισχίν.)
2. ως ουσ. α) αυτός που υποδύεται σε θεατρικό έργο αστείο ρόλο
β) αυτός που γράφει κωμωδίες
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί το γέλιο, αστείος, φαιδρός (α. «κωμικό πρόσωπο» β. «κωμικός ρόλος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κωμικό
παράσταση στην τέχνη ή κατάσταση στη ζωή που προκαλεί το γέλιο
3. φρ. «κωμική όπερα» — κατηγορία μουσικών-θεατρικών έργων με ανάλαφρο χαρακτήρα και ευτυχές τέλος, στην οποία εντάσσονται συνήθως η οπερέτα, η μουσική κωμωδία, η όπερα-μπούφα, η όπερα-μπαλάντα, η θαρθουέλα και η τοναδίγια
αρχ.
(το αρχ. ως ουσ.) ὁ κωμικός
ο Αριστοφάνης («ὡς ὁ κωμικὸς τὸν Κλέωνα», Λουκιαν.).
επίρρ...
κωμικώς και -ά (Α κωμικῶς)
με κωμικό τρόπο, αστεία
αρχ.
κατά τον τρόπο τής κωμωδίας («τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακε, τὰ δὲ τραγικῶς», Διογ. Α.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμος. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε υστερογενώς αντί τού τ. κωμῳδικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αστείος, εύθυμος, φαιδρός. 2. το αρσ., κωμικός ως ουσ., δηλώνει τον ποιητή ή τον ηθοποιό κωμωδιών. 3. το ουδ., κωμικό ως ουσ., δηλώνει καθετί που προκαλεί το γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωμικά — κωμικός of neut nom/voc/acc pl κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc/acc dual κωμικά̱ , κωμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικώτερον — κωμικός of adverbial comp κωμικός of masc acc comp sg κωμικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικῶν — κωμικός of fem gen pl κωμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικόν — κωμικός of masc acc sg κωμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικώτατα — κωμικός of adverbial superl κωμικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηλεκλείδης — Κωμικός ποιητής, που έζησε στους χρόνους του Περικλή, στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., και πριν από την περίοδο της αττικής κωμωδίας του Αριστοφάνη. Ανήκε στη μερίδα των αριστοκρατικών και ήταν φίλος του πολιτευτή Θουκυδίδη και του Νικία. Γι’… …   Dictionary of Greek

  • κωμικαῖς — κωμικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμικαί — κωμικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”